parthénogénèse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
parthénogénèse | parthénogénèses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]parthénogénèse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
parthénogénèse | parthénogénèses |
parthénogénèse (fr) θηλυκό