parthénogénèse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
parthénogénèse parthénogénèses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parthénogénèse (fr) θηλυκό