Μετάβαση στο περιεχόμενο

pastiera

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pastiera pastiere

pastiera (it)

  1. γλυκό, τοπικό της Νάπολης


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pastiera

  1. γλυκό, τοπικό της Νάπολης