Μετάβαση στο περιεχόμενο

payable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

payable (en)



      ενικός         πληθυντικός  
payable payables

Επίθετο

[επεξεργασία]

payable (fr) αρσενικό ή θηλυκό