pear
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
pear
pears
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pear
(en)
(
φρούτο
)
αχλάδι
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
pear tree
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Φρούτα (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Get shortened URL
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Bosanski
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
ދިވެހިބަސް
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Frysk
Galego
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ქართული
Қазақша
한국어
कॉशुर / کٲشُر
Kurdî
Lombard
ລາວ
Latviešu
Malagasy
Македонски
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Simple English
Slovenčina
Српски / srpski
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
Walon
中文