pedigree

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pedigree (en)

  1. γενεαλογικός χάρτης, γενεαλογία
  2. η καταγωγή από καλή γενιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pedigree (fr)

  1. γενεαλογικός χάρτης, γενεαλογία (όταν μιλάμε για ζώα και κυρίως για σκυλιά)