peixe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
peixe | peixes |
peixe (pt) αρσενικό
- το ψάρι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
peixe | peixes |
peixe (pt) αρσενικό