perago

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perago < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

perago (la)

  1. επιτελώ
  2. άγω μέσω άλλων, διαπερνώ
  3. επιδιώκω την καταδίκη κάποιου με πάθος, μέχρι τέλους, ώσπου να καταδικαστεί