percepteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- percepteur < percevoir
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | percepteur | percepteurs |
θηλυκό | perceptrice | perceptrices |
percepteur (fr) αρσενικό