perfide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
perfide perfides

perfide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παράσπονδος
  2. ύπουλος
  3. δόλιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]