perforated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]perforated (en)
- διάτρητος, τρυπητός, τρυπημένος
- ↪ a perforated piece of paper - μια διάτρητη κόλλα
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 231. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάτρητος