permeable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- permeable < λατινική permeabilis
Επίθετο[επεξεργασία]
permeable (en)
- διαπερατός, (ιδιαίτερα) υδατοπερατός
- Rainwater sinks through permeable rock to form an underground reservoir.