διαπερατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπερατός < αρχαία ελληνική διαπεράω + -τός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαπερατός
- που είναι δυνατόν να τον διαπεράσεουν
διαπερατός