αδιαπέραστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαπέραστος -η -ο
- που δεν μπορείς να τον διασχίσεις ή να τον διατρήσεις
- αδιαπέραστο δάσος
- (μεταφορικά)
- αδιαπέραστο σκοτάδι, αδιαπέραστο μυστήριο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαπέραστος