perplexité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perplexité | perplexités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]perplexité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
perplexité | perplexités |
perplexité (fr) θηλυκό