persona non grata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
persona non grata
- (διπλωματία) επιθετικός προσδιορισμός για άτομο που είναι ανεπιθύμητο και του απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
persona non grata (fr) θηλυκό
- δείτε τον διεθνή ορισμό
- (κατ' αναλογία) (μεταφορικά) άτομο που θεωρείται ανεπιθύμητο σε κάποιον κλειστό κύκλο