persona non grata
Εμφάνιση
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]persona non grata
- (διπλωματία) επιθετικός προσδιορισμός για άτομο που είναι ανεπιθύμητο και του απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]persona non grata (fr) θηλυκό
- δείτε τον διεθνή ορισμό
- (κατ' αναλογία) (μεταφορικά) άτομο που θεωρείται ανεπιθύμητο σε κάποιον κλειστό κύκλο