Μετάβαση στο περιεχόμενο

persona non grata

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
persona non grata <  δείτε τις λέξεις persona, non και grata (λατινικά)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

persona non grata

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɛʁ.sɔ.na nɔn ɡʁa.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

persona non grata (fr) θηλυκό

  1. δείτε τον διεθνή ορισμό
  2. (κατ' αναλογία) (μεταφορικά) άτομο που θεωρείται ανεπιθύμητο σε κάποιον κλειστό κύκλο