Μετάβαση στο περιεχόμενο

pesage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pesage < peser

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pesage pesages

pesage (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]