pesage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pesage < peser
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| pesage | pesages |
pesage (fr) αρσενικό
- το ζύγισμα
| ενικός | πληθυντικός |
| pesage | pesages |
pesage (fr) αρσενικό