Μετάβαση στο περιεχόμενο

phonème

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
phonème < φώνημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phonème phonèmes

phonème (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]