phonème
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- phonème < φώνημα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
phonème | phonèmes |
phonème (fr) αρσενικό
- το φώνημα
ενικός | πληθυντικός |
phonème | phonèmes |
phonème (fr) αρσενικό