Μετάβαση στο περιεχόμενο

φώνημα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φώνημα τα φωνήματα
      γενική του φωνήματος των φωνημάτων
    αιτιατική το φώνημα τα φωνήματα
     κλητική φώνημα φωνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φώνημα < (άμεσο δάνειο) γαλλική phonème < λατινική phonema < αρχαία ελληνική φώνημα (ήχος φωνής, φωνή, αυτό που ειπώθηκε, που ακούστηκε) (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φώνημα ουδέτερο

  • (φωνολογία) στοιχειώδης οντότητα του προφορικού λόγου που παρέχει διακριτική / διαφοροποιητική λειτουργία στο φωνητικό επίπεδο και στο γλωσσικό νόημα
      Στα ελληνικά, οι φθόγγοι [p], [t] διαφοροποιούν τη σημασία, όπως «πόνος» [ˈponos] «τόνος» [ˈtonos], έχουν φωνηματική αξία, είναι φωνήματα. Λέμε ότι οι λέξεις «πόνος» και «τόνος» αποτελούν ένα ελάχιστο ζεύγος.
      Σε βόρεια ιδιώματα, όπως στη Θεσσαλονίκη, ακούμε το [ɫ] αλλόφωνο του [l] όταν ακολουθεί [a, o ή u][1] όπως «χαλαρά» [xaɫaˈɾa]. Αλλά το [ɫ] δεν είναι φώνημα γιατί δε διαφοροποιεί τη σημασία με την κοινή προφορά [xalaˈɾa]. Δεν παραλάζει το νόημα. Σε άλλες γλώσσες, όπως τα αραβικά, τα δύο αυτά είναι διαφορετικά φωνήματα.
      Το φώνημα /x/ της νεοελληνικής έχει τη μορφή φθόγγου [x] όπως στο «χώνει» [ˈxoni] κι έχει αλλόφωνο το [ç] όπως στο «χιόνι» [ˈçoni]. To [ç] όμως, δεν είναι φώνημα επειδή διαφοροποιεί τη σημασία μόνο υπό προϋποθέσεις (όταν ακολουθεί [i] ή [e]).

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Λέγγερης, Άγγελος. Κεφάλαιο 1. Φωνητική [ελληνική-αλβανική] @diaplis, pdf, σελ.40