φωνολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνολογία < φωνο- (< φωνή) + -λογία (< λόγος)
- Η λέξη αποδίδει την αγγλική phonology (en) ή τη γαλλική phonologie και μαρτυρείται από το 1883
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.no.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- ο κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τους φθόγγους ερευνώντας τη λειτουργία τους ως σύστημα μονάδων, που ονομάζονται φωνήματα και με την παρουσία ή την απουσία τους διαφοροποιούν τη σημασία των λέξεων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η φωνολογία είναι συγγενής επιστήμη με τη φωνητική, αλλά όχι ταυτόσημη
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φωνολογία στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
φωνολογία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνολογία