phosphorique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɔs.fɔ.ʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
phosphorique | phosphoriques |
phosphorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό