phytographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.tɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
phytographique | phytographiques |
phytographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό