piédroit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piédroit < pied-droit

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piédroit piédroits

piédroit (fr) αρσενικό