piédroit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- piédroit < pied-droit
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
piédroit | piédroits |
piédroit (fr) αρσενικό
- παραλλαγή του pied-droit