pied-droit
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-droit | pieds-droits |
pied-droit (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) ορθοστάτης ενός θόλου ή μιας καμάρας