pied-à-terre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| pied-à-terre | pieds-à-terre |
pied-à-terre (fr) αρσενικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| pied-à-terre | pieds-à-terre |
pied-à-terre (fr) αρσενικό