pied-plat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-plat | pieds-plats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pied-plat (fr) αρσενικό
- (σκωπτικό) λιπόψυχος άνθρωπος
- αγροίκος ή δουλοπρεπής άνθρωπος