pissou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pissou | pissous |
Επίθετο[επεξεργασία]
pissou (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pissou | pissous |
pissou (fr) αρσενικό ή θηλυκό