Μετάβαση στο περιεχόμενο

plaine

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
plaine plaines

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plaine (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]