κάμπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κάμπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάμπος οι κάμποι
      γενική του κάμπου των κάμπων
    αιτιατική τον κάμπο τους κάμπους
     κλητική κάμπε κάμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάμπος[1]
για το φόντο εικόνων < (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική campo ή γαλλική champ < λατινική campus[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkam.bos/ και σε γρήγορο λόγο: /ˈka.bos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐μπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμπος αρσενικό

  1. η ανοιχτή έκταση, η επίπεδη, η πεδιάδα
  2. το πεδινό μέρος (σε αντιδιαστολή προς το ορεινό)
  3. (αγιογραφία) το φόντο (ιδίως σε βυζαντινές εικόνες)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

τοπωνύμια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κάμπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάμπος[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμπος αρσενικό

  1. ο ανοιχτός χώρος, η εξοχή
  2. ο τόπος γύρω από ένα αγροτικό σπίτι
  3. τα ανοιχτά της θάλασσας
  4. στρατόπεδο
  5. πεδίο μάχης
  6. στάδιο διεξαγωγής αγώνων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κάμπος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάμπος οἱ κάμποι
      γενική τοῦ κάμπου τῶν κάμπων
      δοτική τῷ κάμπ τοῖς κάμποις
    αιτιατική τὸν κάμπον τοὺς κάμπους
     κλητική ! κάμπε κάμποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάμπω
γεν-δοτ τοῖν  κάμποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

κάμπος < (άμεσο δάνειο) λατινική campus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμπος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. πεδιάδα, πεδίο κάμπος
  2. στρατόπεδο
  3. (κατά τον Ησύχιο) ιππόδρομος

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

κάμπος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμπος αρσενικό

  • θαλάσσιο τέρας

Πηγές[επεξεργασία]