plaisantin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plaisantin plaisantins

plaisantin (fr) αρσενικό

  1. αυτός που κάνει φάρσες χαμηλού επιπέδου

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plaisantin plaisantins

plaisantin (fr) αρσενικό

  1. αστείος, φαιδρός