plaisantin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plaisantin | plaisantins |
plaisantin (fr) αρσενικό
- αυτός που κάνει φάρσες χαμηλού επιπέδου
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plaisantin | plaisantins |
plaisantin (fr) αρσενικό