Μετάβαση στο περιεχόμενο

planet

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
planet planets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

planet (en)

  • ο πλανήτης
    παράδειγμα  How many planets has the astronaut visited?
    Πόσους πλανήτες έχει επισκεφτεί ο αστροναύτης;