Μετάβαση στο περιεχόμενο

plenum

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plenum (en)

  1. χώρος γεμάτος με ύλη
     αντώνυμα: vacuum
  2. ολομέλεια (κυρίως για κομμουνιστικά κόμματα)