Μετάβαση στο περιεχόμενο

plongeon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
plongeon plongeons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plongeon (fr) αρσενικό

  1. η βουτιά
  2. η κατάδυση