plunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | plunk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plunks |
αόριστος | plunked |
παθητική μετοχή | plunked |
ενεργητική μετοχή | plunking |
Ρήμα[επεξεργασία]
plunk (en)
ενεστώτας | plunk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plunks |
αόριστος | plunked |
παθητική μετοχή | plunked |
ενεργητική μετοχή | plunking |
plunk (en)