pogoda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pogoda (pl) θηλυκό
- o καιρός με τις έννοιες:
- μετεωρολογικές συνθήκες
- καλές μετεωρολογικές συνθήκες
- (μεταφορικά) ψυχική ηρεμία