pointage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pointage pointages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pointage (fr) αρσενικό

  1. το τσεκάρισμα
  2. η σκόπευση