τσεκάρισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσεκάρισμα ουδέτερο
- (αργκό, ανεπίσημο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τσεκάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσεκάρισμα
|
|