polémique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɔ.le.mik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
polémique polémiques

polémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό