policjantka
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη policja
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]policjantka (pl) αρσενικό
- η αστυνομικός, η αστυνομικίνα
→ δείτε τη λέξη policja
policjantka (pl) αρσενικό