pollinisateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pollinisateur < pollinisation
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pollinisateur | pollinisateurs |
θηλυκό | pollinisatrice | pollinisatrices |
pollinisateur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη polliniser