pollo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pollo (it)
- (ζωολογία) κοτόπουλο
- (γαστρονομία) φαγητό με βάση το κοτόπουλο
- (ειρωνικό) κάποιος αφελής και εύπιστος