κοτόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]

ψητό κοτόπουλο
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοτόπουλο < κότα + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.'tɔ.pu.lɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοτόπουλο ουδέτερο
- (ορνιθολογία) εξημερωμένο πουλί του είδους Gallus gallus, νεαρής ηλικίας.
- η αυλή μας είναι γεμάτη κοτόπουλα.
- αγόρασα από τον χασάπη ένα κοτόπουλο
- βάλε μου μισό κοτόπουλο και μία μερίδα πατάτες τηγανητές
- το κρέας του κοτόπουλου.
- πήρα μια μερίδα φιλέτο κοτόπουλο
- παρακαλώ, ένα σουβλάκι κοτόπουλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έπεσε σαν κοτόπουλο : κοιμήθηκε αμέσως, έπεσε-σκοτώθηκε σχεδόν ακαριαία.