κοτόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοτόπουλο τα κοτόπουλα
      γενική του κοτόπουλου των κοτόπουλων
    αιτιατική το κοτόπουλο τα κοτόπουλα
     κλητική κοτόπουλο κοτόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άσπρο κοτόπουλο.
Κότα με κοτόπουλα.
Ψητό κοτόπουλο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοτόπουλο < κότ(α) + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈto.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐τό‐που‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοτόπουλο ουδέτερο

  1. (πτηνό) εξημερωμένο πτηνό του είδους Gallus gallus, νεαρής ηλικίας.
    Η αυλή μας είναι γεμάτη κοτόπουλα.
  2. (γαστρονομία) μαγειρεμένο ή ωμό ολόκληρο κοτόπουλο.
    κοτόπουλο ψητό, στήθος κοτόπουλου, φτερούγες κοτόπουλου
    Αγόρασα από τον χασάπη ένα κοτόπουλο.
    Βάλε μου μισό κοτόπουλο και μία μερίδα πατάτες τηγανητές.
  3. (τρόφιμο) το κρέας του κοτόπουλου.
    Πήρα μια μερίδα φιλέτο κοτόπουλο.
    Παρακαλώ, ένα σουβλάκι κοτόπουλο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κότα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]