polyglotte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polyglotte | polyglottes |
Επίθετο[επεξεργασία]
polyglotte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
polyglotte | polyglottes |
polyglotte (fr) αρσενικό ή θηλυκό