πολύγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πολύγλωσσος, -η, -ο
- που μιλάει πολλές ξένες γλώσσες
- που παρουσιάζει ένα κείμενο σε πολλές ξένες γλώσσες
- πολύγλωσσο λεξικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολύγλωσσος