Μετάβαση στο περιεχόμενο

pommade

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pommade pommades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pommade (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]