Μετάβαση στο περιεχόμενο

portoghese

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
portoghese portoghesi

Επίθετο

[επεξεργασία]

portoghese (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

portoghese (it)

  1. (εθνικό όνομα) Πορτογάλος
  2. (γλώσσα) πορτογαλικά