πορτογαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πορτογαλικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στην ή κατάγεται από την Πορτογαλία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πορτογαλικός