potok
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
potok (pl) αρσενικό
- το ρέμα
- (μεταφορικά) ποτάμι
potok (pl) αρσενικό