poulaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- poulaille < poule
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poulaille | poulailles |
poulaille (fr) θηλυκό
- τα διάφορα πτηνά ενός ορνιθοτροφείου