Μετάβαση στο περιεχόμενο

pounce

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας pounce
γ΄ ενικό ενεστώτα pounces
αόριστος pounced
παθητική μετοχή pounced
ενεργητική μετοχή pouncing

pounce (en)

  • (αμετάβατο) ορμώ, πέφτω, ρίχνομαι σε κάποιον
      The cat arched her back, ready to pounce.
    Η γάτα κύρτωσε τη ράχη της έτοιμη να ορμήσει.
      The tiger pounced on the zebra.
    Η τίγρη έπεσε πάνω/ρίχτηκε στη ζέβρα.