pounce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας pounce
γ΄ ενικό ενεστώτα pounces
αόριστος pounced
παθητική μετοχή pounced
ενεργητική μετοχή pouncing

Ρήμα[επεξεργασία]

pounce (en)

Πηγές[επεξεργασία]