précocité
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʁe.kɔ.si.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
précocité (fr) θηλυκό
- το πρόωρο
précocité (fr) θηλυκό